- σκηπτροβάμων
- σκηπτροβάμων [ᾱ], ον, gen. ονος,A sitting on the sceptre,
ὁ σ. αἰετός, κύων Διός S.Fr.884
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὁ σ. αἰετός, κύων Διός S.Fr.884
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκηπτροβάμων — sitting on the sceptre masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηπτροβάμων — και σκηπτοβάμων, ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που κάθεται πάνω σε σκήπτρο («ὁ σκηπτροβάμων αἰετός, κύων Διός», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῆπτρον / σκῆπτον (βλ. λ. σκᾶπτον) + βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο βάμων] … Dictionary of Greek
σκηπτοβάμων — όβαμον, Α βλ. σκηπτροβάμων … Dictionary of Greek